Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
View word page
περίζυγον
a spare strap

ShortDef

a spare strap

Debugging

Headword:
περίζυγον
Headword (normalized):
περίζυγον
Headword (normalized/stripped):
περιζυγον
IDX:
68455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68456
Key:

Data

{'content': 'a spare strap'}