Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
View word page
περιζέω
to boil round

ShortDef

to boil round

Debugging

Headword:
περιζέω
Headword (normalized):
περιζέω
Headword (normalized/stripped):
περιζεω
IDX:
68454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68455
Key:

Data

{'content': 'to boil round'}