Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
View word page
περιζεύγνυμι
yoke
ShortDef
yoke
Debugging
Headword:
περιζεύγνυμι
Headword (normalized):
περιζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περιζευγνυμι
IDX:
68453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68454
Key:
Data
{'content': 'yoke'}