Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
View word page
περιζαφελῶς
furiously
ShortDef
furiously
Debugging
Headword:
περιζαφελῶς
Headword (normalized):
περιζαφελῶς
Headword (normalized/stripped):
περιζαφελως
IDX:
68452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68453
Key:
Data
{'content': 'furiously'}