Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
View word page
περιέχω
to encompass, embrace, surround
ShortDef
to encompass, embrace, surround
Debugging
Headword:
περιέχω
Headword (normalized):
περιέχω
Headword (normalized/stripped):
περιεχω
IDX:
68450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68451
Key:
Data
{'content': 'to encompass, embrace, surround'}