Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
View word page
ἀνδρακάς
man by man
ShortDef
man by man
a man's portion
Debugging
Headword:
ἀνδρακάς
Headword (normalized):
ἀνδρακάς
Headword (normalized/stripped):
ανδρακας
IDX:
6844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6845
Key:
Data
{'content': 'man by man'}