Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
View word page
περιεσταλμένως
covertly

ShortDef

covertly

Debugging

Headword:
περιεσταλμένως
Headword (normalized):
περιεσταλμένως
Headword (normalized/stripped):
περιεσταλμενως
IDX:
68445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68446
Key:

Data

{'content': 'covertly'}