Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
View word page
περιέσκληκα
to be dried up

ShortDef

to be dried up

Debugging

Headword:
περιέσκληκα
Headword (normalized):
περιέσκληκα
Headword (normalized/stripped):
περιεσκληκα
IDX:
68444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68445
Key:

Data

{'content': 'to be dried up'}