Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
View word page
περιεσκεμμένως
circumspectly

ShortDef

circumspectly

Debugging

Headword:
περιεσκεμμένως
Headword (normalized):
περιεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
περιεσκεμμενως
IDX:
68443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68444
Key:

Data

{'content': 'circumspectly'}