Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
περιέχω
View word page
περιέρρω
wander about

ShortDef

wander about

Debugging

Headword:
περιέρρω
Headword (normalized):
περιέρρω
Headword (normalized/stripped):
περιερρω
IDX:
68440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68441
Key:

Data

{'content': 'wander about'}