Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
περίεφθος
περιεχής
View word page
περιέρπω
walk about

ShortDef

walk about

Debugging

Headword:
περιέρπω
Headword (normalized):
περιέρπω
Headword (normalized/stripped):
περιερπω
IDX:
68439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68440
Key:

Data

{'content': 'walk about'}