Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
περιέσχατα
View word page
περιερέσσω
row round
ShortDef
row round
Debugging
Headword:
περιερέσσω
Headword (normalized):
περιερέσσω
Headword (normalized/stripped):
περιερεσσω
IDX:
68437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68438
Key:
Data
{'content': 'row round'}