Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
περιεστικός
View word page
περιέργω
to inclose all round, encompass
ShortDef
to inclose all round, encompass
Debugging
Headword:
περιέργω
Headword (normalized):
περιέργω
Headword (normalized/stripped):
περιεργω
IDX:
68436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68437
Key:
Data
{'content': 'to inclose all round, encompass'}