Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
περιεσταλμένως
View word page
περίεργος
careful overmuch
ShortDef
careful overmuch
Debugging
Headword:
περίεργος
Headword (normalized):
περίεργος
Headword (normalized/stripped):
περιεργος
IDX:
68435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68436
Key:
Data
{'content': 'careful overmuch'}