Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
περιέρχομαι
περιεσθίω
περιεσκεμμένως
περιέσκληκα
View word page
περιεργοπένητες
poor scholars

ShortDef

poor scholars

Debugging

Headword:
περιεργοπένητες
Headword (normalized):
περιεργοπένητες
Headword (normalized/stripped):
περιεργοπενητες
IDX:
68434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68435
Key:

Data

{'content': 'poor scholars'}