Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
περιέρπω
περιέρρω
View word page
περιεργάζομαι
to take more pains than enough about

ShortDef

to take more pains than enough about

Debugging

Headword:
περιεργάζομαι
Headword (normalized):
περιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιεργαζομαι
IDX:
68430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68431
Key:

Data

{'content': 'to take more pains than enough about'}