Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
περιεργοπένητες
περίεργος
περιέργω
περιερέσσω
περίερκτος
View word page
περιεπτισμένως
in a winnowed, clean style

ShortDef

in a winnowed, clean style

Debugging

Headword:
περιεπτισμένως
Headword (normalized):
περιεπτισμένως
Headword (normalized/stripped):
περιεπτισμενως
IDX:
68428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68429
Key:

Data

{'content': 'in a winnowed, clean style'}