Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
περιεργία
View word page
περιεμφανίζω
demonstrate
ShortDef
demonstrate
Debugging
Headword:
περιεμφανίζω
Headword (normalized):
περιεμφανίζω
Headword (normalized/stripped):
περιεμφανιζω
IDX:
68423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68424
Key:
Data
{'content': 'demonstrate'}