Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
περιεμφανίζω
περιέννυμι
περιεξαιρέω
περιεξανθέω
περιεξάπτομαι
περιεπτισμένως
περιέπω
περιεργάζομαι
περιεργαστέον
περιεργέω
View word page
περιέλκω
to drag round, drag about
ShortDef
to drag round, drag about
Debugging
Headword:
περιέλκω
Headword (normalized):
περιέλκω
Headword (normalized/stripped):
περιελκω
IDX:
68422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68423
Key:
Data
{'content': 'to drag round, drag about'}