Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
περιέλκω
View word page
περιεκλεπτύνω
reduce to extreme smallness

ShortDef

reduce to extreme smallness

Debugging

Headword:
περιεκλεπτύνω
Headword (normalized):
περιεκλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
περιεκλεπτυνω
IDX:
68412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68413
Key:

Data

{'content': 'reduce to extreme smallness'}