Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
περιελκυσμός
View word page
περιείρω
to insert
ShortDef
to insert
Debugging
Headword:
περιείρω
Headword (normalized):
περιείρω
Headword (normalized/stripped):
περιειρω
IDX:
68411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68412
Key:
Data
{'content': 'to insert'}