Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
περιελίσσω
View word page
περίειμι2
go around
ShortDef
be superior, survive, be left over
go around
Debugging
Headword:
περίειμι2
Headword (normalized):
περίειμι
Headword (normalized/stripped):
περιειμι2
IDX:
68410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68411
Key:
Data
{'content': 'go around'}