Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
περιέλιξις
View word page
περίειμι
be superior, survive, be left over
ShortDef
be superior, survive, be left over
go around
Debugging
Headword:
περίειμι
Headword (normalized):
περίειμι
Headword (normalized/stripped):
περιειμι
IDX:
68409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68410
Key:
Data
{'content': 'be superior, survive, be left over'}