Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
περιέλασις
περιελαύνω
περιέλευσις
περιελιγμός
View word page
περιείλω
to fold or wrap around

ShortDef

to fold or wrap around

Debugging

Headword:
περιείλω
Headword (normalized):
περιείλω
Headword (normalized/stripped):
περιειλω
IDX:
68408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68409
Key:

Data

{'content': 'to fold or wrap around'}