Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
περιεκχέομαι
View word page
περιεγκεντρίζω
surround with

ShortDef

surround with

Debugging

Headword:
περιεγκεντρίζω
Headword (normalized):
περιεγκεντρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιεγκεντριζω
IDX:
68404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68405
Key:

Data

{'content': 'surround with'}