Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
περιεκλεπτύνω
περιεκτικός
View word page
περιεγείρω
arouse
ShortDef
arouse
Debugging
Headword:
περιεγείρω
Headword (normalized):
περιεγείρω
Headword (normalized/stripped):
περιεγειρω
IDX:
68403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68404
Key:
Data
{'content': 'arouse'}