Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιδορά
περίδοσις
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
περιείλω
περίειμι
περίειμι2
περιείρω
View word page
περιδρύπτω
to tear all round, to peel the bark off
ShortDef
to tear all round, to peel the bark off
Debugging
Headword:
περιδρύπτω
Headword (normalized):
περιδρύπτω
Headword (normalized/stripped):
περιδρυπτω
IDX:
68401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68402
Key:
Data
{'content': 'to tear all round, to peel the bark off'}