Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδορά
περίδοσις
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
περιείλησις
View word page
περιδρομικός
sidereal
ShortDef
sidereal
Debugging
Headword:
περιδρομικός
Headword (normalized):
περιδρομικός
Headword (normalized/stripped):
περιδρομικος
IDX:
68397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68398
Key:
Data
{'content': 'sidereal'}