Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδορά
περίδοσις
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
περιειλάς
περιείλημα
View word page
περιδρομή
a running round
ShortDef
a running round
Debugging
Headword:
περιδρομή
Headword (normalized):
περιδρομή
Headword (normalized/stripped):
περιδρομη
IDX:
68396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68397
Key:
Data
{'content': 'a running round'}