Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίδινος
περιδιπλόω
περιδίω
περιδιώκω
περιδνοφέω
περιδομέω
περιδόμημα
περιδορά
περίδοσις
περίδραξις
περιδράσσομαι
περιδρομεύς
περιδρομή
περιδρομικός
περιδρομίς
περίδρομος
περίδρομος2
περιδρύπτω
περιδύω
περιεγείρω
περιεγκεντρίζω
View word page
περιδράσσομαι
to grasp

ShortDef

to grasp

Debugging

Headword:
περιδράσσομαι
Headword (normalized):
περιδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδρασσομαι
IDX:
68394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68395
Key:

Data

{'content': 'to grasp'}