Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκτης
ἄνδιχα
ἀνδοκεία
ἀνδοκιάρχης
Ἀνδοκίδης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
View word page
ἀνδραγαθίζομαι
to act bravely, honestly, play the honest man

ShortDef

to act bravely, honestly, play the honest man

Debugging

Headword:
ἀνδραγαθίζομαι
Headword (normalized):
ἀνδραγαθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ανδραγαθιζομαι
IDX:
6837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6838
Key:

Data

{'content': 'to act bravely, honestly, play the honest man'}