Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδομαι
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινέω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
περίδινος
View word page
περιδίδομαι
to stake

ShortDef

to stake

Debugging

Headword:
περιδίδομαι
Headword (normalized):
περιδίδομαι
Headword (normalized/stripped):
περιδιδομαι
IDX:
68374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68375
Key:

Data

{'content': 'to stake'}