Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδομαι
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινέω
περιδινής
περιδίνησις
περιδινήτειρα
περιδινητής
περιδίνητος
View word page
περιδιατείνω
distend

ShortDef

distend

Debugging

Headword:
περιδιατείνω
Headword (normalized):
περιδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
περιδιατεινω
IDX:
68373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68374
Key:

Data

{'content': 'distend'}