Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδέρω
περίδεσις
περιδεσμεύω
περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδομαι
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινέω
περιδινής
περιδίνησις
View word page
περιδήριτος
fought about

ShortDef

fought about

Debugging

Headword:
περιδήριτος
Headword (normalized):
περιδήριτος
Headword (normalized/stripped):
περιδηριτος
IDX:
68370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68371
Key:

Data

{'content': 'fought about'}