Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιδερίς
περιδέρω
περίδεσις
περιδεσμεύω
περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδομαι
περιδίδωμι
περιδιείρω
περιδινεύω
περιδινέω
περιδινής
View word page
περιδηριάω
fight about

ShortDef

fight about

Debugging

Headword:
περιδηριάω
Headword (normalized):
περιδηριάω
Headword (normalized/stripped):
περιδηριαω
IDX:
68369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68370
Key:

Data

{'content': 'fight about'}