Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίδειρον
περιδέξιος
περιδέραιον
περιδέραιος
περιδερίς
περιδέρω
περίδεσις
περιδεσμεύω
περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
περιδίδομαι
περιδίδωμι
View word page
περίδετος
bound

ShortDef

bound

Debugging

Headword:
περίδετος
Headword (normalized):
περίδετος
Headword (normalized/stripped):
περιδετος
IDX:
68365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68366
Key:

Data

{'content': 'bound'}