Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίδειπνον
περιδειρίδιον
περίδειρον
περιδέξιος
περιδέραιον
περιδέραιος
περιδερίς
περιδέρω
περίδεσις
περιδεσμεύω
περιδέσμιος
περίδεσμος
περίδετος
περιδέω
περίδηλος
περίδημα
περιδηριάω
περιδήριτος
περιδιαιρέω
περιδιαρθρόομαι
περιδιατείνω
View word page
περιδέσμιος
tied round

ShortDef

tied round

Debugging

Headword:
περιδέσμιος
Headword (normalized):
περιδέσμιος
Headword (normalized/stripped):
περιδεσμιος
IDX:
68363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68364
Key:

Data

{'content': 'tied round'}