Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφεύς
περιγραφή
περιγραφικός
περιγράφιον
περιγράφω
περιγυρεύω
περιγυρίς
περιγώνιον
περιδαίδαλος
περιδάϊος
περιδαίω
περίδακρυς
περιδάμναμαι
περιδαπανάομαι
περιδαρδάπτω
περιδέεια
View word page
περιγυρεύω
make a trench round

ShortDef

make a trench round

Debugging

Headword:
περιγυρεύω
Headword (normalized):
περιγυρεύω
Headword (normalized/stripped):
περιγυρευω
IDX:
68337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68338
Key:

Data

{'content': 'make a trench round'}