Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναψύχω
ἀνδαβάτης
ἁνδάνω
ἀνδέρω
ἄνδημα
ἀνδηρευτής
ἄνδηρον
ἀνδίκτης
ἄνδιχα
ἀνδοκεία
ἀνδοκιάρχης
Ἀνδοκίδης
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
View word page
ἀνδοκιάρχης
officer in charge of ἀνδοκεῖαι

ShortDef

officer in charge of ἀνδοκεῖαι

Debugging

Headword:
ἀνδοκιάρχης
Headword (normalized):
ἀνδοκιάρχης
Headword (normalized/stripped):
ανδοκιαρχης
IDX:
6832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6833
Key:

Data

{'content': 'officer in charge of ἀνδοκεῖαι'}