Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφεύς
περιγραφή
περιγραφικός
περιγράφιον
View word page
περίγομφος
fitted with dowels

ShortDef

fitted with dowels

Debugging

Headword:
περίγομφος
Headword (normalized):
περίγομφος
Headword (normalized/stripped):
περιγομφος
IDX:
68325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68326
Key:

Data

{'content': 'fitted with dowels'}