Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφεύς
περιγραφή
περιγραφικός
View word page
περιγομφάομαι
to be pierced by nails

ShortDef

to be pierced by nails

Debugging

Headword:
περιγομφάομαι
Headword (normalized):
περιγομφάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιγομφαομαι
IDX:
68324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68325
Key:

Data

{'content': 'to be pierced by nails'}