Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
περιγραπτέος
περιγραπτός
περιγραφεύς
View word page
περιγνάμπτω
to double

ShortDef

to double

Debugging

Headword:
περιγνάμπτω
Headword (normalized):
περιγνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
περιγναμπτω
IDX:
68322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68323
Key:

Data

{'content': 'to double'}