Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
περιγραπτέον
View word page
περίγλυψις
excision

ShortDef

excision

Debugging

Headword:
περίγλυψις
Headword (normalized):
περίγλυψις
Headword (normalized/stripped):
περιγλυψις
IDX:
68319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68320
Key:

Data

{'content': 'excision'}