Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
περίγραμμα
View word page
περιγλύφω
peel

ShortDef

peel

Debugging

Headword:
περιγλύφω
Headword (normalized):
περιγλύφω
Headword (normalized/stripped):
περιγλυφω
IDX:
68318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68319
Key:

Data

{'content': 'peel'}