Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
περιγογγύζω
περιγομφάομαι
περίγομφος
περιγονατίς
περίγρα
View word page
περίγλυφον
carved figure
ShortDef
carved figure
Debugging
Headword:
περίγλυφον
Headword (normalized):
περίγλυφον
Headword (normalized/stripped):
περιγλυφον
IDX:
68317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68318
Key:
Data
{'content': 'carved figure'}