Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
περιγλωττίς
περιγνάμπτω
View word page
περιγληνάομαι
to turn round the eyeballs, glare around

ShortDef

to turn round the eyeballs, glare around

Debugging

Headword:
περιγληνάομαι
Headword (normalized):
περιγληνάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιγληναομαι
IDX:
68312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68313
Key:

Data

{'content': 'to turn round the eyeballs, glare around'}