Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
περίγλωσσος
View word page
περιγίγνομαι
to be superior to; to survive

ShortDef

to be superior to; to survive

Debugging

Headword:
περιγίγνομαι
Headword (normalized):
περιγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιγιγνομαι
IDX:
68310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68311
Key:

Data

{'content': 'to be superior to; to survive'}