Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβωμισμός
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
περίγλυφον
περιγλύφω
περίγλυψις
View word page
περιγηράσκω
grow old in succession

ShortDef

grow old in succession

Debugging

Headword:
περιγηράσκω
Headword (normalized):
περιγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
περιγηρασκω
IDX:
68309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68310
Key:

Data

{'content': 'grow old in succession'}