Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
περιγλαγής
περιγληνάομαι
περίγλισχρος
περίγλυκυς
περιγλυπτέον
περιγλυφή
View word page
περιγελάω
deride

ShortDef

deride

Debugging

Headword:
περιγελάω
Headword (normalized):
περιγελάω
Headword (normalized/stripped):
περιγελαω
IDX:
68306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68307
Key:

Data

{'content': 'deride'}