Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιβρομέω
περιβροντάομαι
περιβρυής
περιβρύχιος
περίβρωσις
περίβρωτος
περιβυρσόομαι
περιβύω
περιβώμιος
περιβωμισμός
περιγανόω
περιγεγονότως
περιγεγραμμένως
περιγέγωνα
περίγειος
περιγειότης
περιγελάω
περιγενητικός
περιγηθής
περιγηράσκω
περιγίγνομαι
View word page
περιγανόω
polish all round
ShortDef
polish all round
Debugging
Headword:
περιγανόω
Headword (normalized):
περιγανόω
Headword (normalized/stripped):
περιγανοω
IDX:
68300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68301
Key:
Data
{'content': 'polish all round'}